- στρεπτομυκίνη
- Αντιβιοτικό που παράγεται από τον μεταβολισμό του μύκητα Streptomyces griseus, που απομονώθηκε το 1944. Χορηγούμενη δια της παρεντερικής οδού απορροφάται εύκολα, ενώ δεν απορροφάται όταν χορηγείται από το στόμα. Από τα γνωστότερα μικρόβια που είναι ευαίσθητα στο αντιβιοτικό αυτό είναι: μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης βρουκέλα, σιγκέλα, αιμόφιλος της γρίππης, κλεμψιέλα, κολοβακτηρίδιο κ.ά. Πάντως η μεγάλη σημασία της σ. βρίσκεται στην εξαιρετική βακτηριοστατική και βακτηριοκτόνα δράση της κατά του μυκοβακτηρίδιου της φυματίωσης.
Η τοξικότητα της σ., που εμφανίζεται ύστερα από μεγάλες δόσεις, εκδηλώνεται ως υπερευαισθησία, νευρολογικές διαταραχές της ακοής λόγω βλάβης του αιθουσαίου και κοχλιακού νεύρου της 8ης εγκεφαλικής συζυγίας, και ως νεφροτοξικότητα, ιδιαίτερα σε άτομα που έχουν κάποια νεφρική νόσο.
Στις φωτογραφίες αυτές, που είναι παρμένες με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, φαίνονται ένα κολοβακτηρίδιο (Α) και τα διαδοχικά στάδια της λύσης των βακτηριδίων που ανήκουν στο αυτό είδος (Β, Γ) υπό την επίδραση της στρεπτομυκίνης.
* * *η, Ν(φαρμ.) αντιβιοτικό το οποίο συντίθεται από πολλά στελέχη τού εδαφόβιου μικροοργανισμού Streptomyces griseus και χρησιμοιποιείται ως βακτηριοστατικό και βακτηριοκτόνο πολλών παθογόνων σπορίων, ιδιαίτερα τών αρνητικών κατά Γκραμ, και επί τών οξεο-αλκοολοανθεκτικών βακίλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. streptomycin < streptomyces (< στρεπτός + μύκητας)].
Dictionary of Greek. 2013.